κεραώδης

κεραώδης
κεραώδης, -ῶδες (Α) [κέρας]
(για τόπο ή λόφο) αυτός που έχει ή μοιάζει με κέρατα, δηλ. ψηλές, οξείες και απότομες κορυφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κερατώδης — ες (Α κερατώδης, ῶδες) [κέρας] αυτός που έχει το σχήμα ή τη σύσταση τού κέρατος, ο κερατοειδής αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος 2. αυτός που έχει ψηλές και απότομες κορυφές λόφων ή βουνών, κεραώδης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”